- μονάκτινος
- μονάκτινος, ὁ (Μ)(για την Αγία Τριάδα) αυτός που λάμπει με μία ακτίνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -ακτινος (< ἀκτίς, -ίνος), πρβλ. χρυσ-άκτινος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek